Μέρος 2ο →
Φεουδαρχία στο Βυζάντιο – Κοινωνική διαστρωμάτωση και οικονομία
Σήμερα θ’αναφερθώ στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τη βυζαντινή όπως ονομάστηκε αργότερα και συγκεκριμένα στις βαθύτερες αιτίες της κατάρρευσής της, για ποιους λόγους “η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν”.
Γλωσσική παρένθεση.
Βυζαντινή ονομάστηκε για πρακτικούς λόγους διαχωρισμού της από τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Την ονόμασε βυζαντινή ο γερμανός ουμανιστής ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ [Hieronymus Wolf] όταν δημοσίευσε το 1557 μια μελέτη του με τίτλο Corpus Historiæ Byzantinæ. Η λέξη “Byzantinæ” είναι παρμένη από το όνομα της πόλης Βυζάντιο όπως λεγόταν η Κωνσταντινούπολη (από το ?) έως και το 330 μκχ.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο “από το ?”. Ο Στράβωνας (64 πκχ – 24 μκχ) μας πληροφορεί ότι ο μυθικός Βύζας ήταν γιος κάποιου βασιλιά των μεγαρέων Νίσα (ή και γιος του Ποσειδώνα σύμφωνα με την παράδοση). Όμως το όνομα Βύζας [Byzas, Byzes, Byzo] ήταν θρακικό, όχι ελληνικό. Προϋπήρχε θρακικός οικισμός εκεί όταν πήγαν οι μεγαρείς άποικοι το 657 πκχ. Γνωρίζουμε ότι προτού κατέβουν τα ελληνικά φύλα στον ελλαδικό χώρο, οι θράκες κατοικούσαν ήδη μερικούς αιώνες πιο πριν στην ευρύτερη περιοχή, που σήμερα περιλαμβάνει τη Βουλγαρία και την ελληνική και τουρκική Θράκη. Περισσότερα περί αρχαίων θρακών εδώ.
Στο προκείμενο τώρα. Οι λόγοι εξασθένισης της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν κυρίως εσωτερικοί, κοινωνικο-οικονομικοί αλλά και εξωτερικοί. Αν και η δουλοκτησία δεν είχε εκλείψει ακόμα μεταξύ 7ου-9ου αι, η αγροτική οικονομία στηριζόταν στις ελεύθερες κοινότητες και η καλλιεργήσιμη γη ανήκε κυρίως σε ελεύθερους μικροϊδιοκτήτες αγρότες. Οι πηγές, τα δάση και τα λιβάδια ήταν κοινόχρηστα και ανήκαν στο Κράτος, την κεντρική εξουσία, η οποία είχε προνοήσει ήδη από τα χρόνια του Τιβέριου Γράκχου (169 ή 164 – 133 πκχ) με την αγροτική νομοθεσία [Lex Sempronia Agraria] να θέσει όρια στη γαιοκτησία, προστατεύοντας τους μικροκαλλιεργητές από την αρπαγή τους από τους μεγάλους γαιοκτήμονες.
Το καθεστώς αυτό όμως αποσυντέθηκε με τους αιώνες, όταν οι συγκλητικοί αριστοκράτες άρχισαν ν’απορροφούν τους αυτόνομους μικροκαλλιεργητές με τη βοήθεια σταδιακών αλλαγών στην αγροτική νομοθεσία από τους μετέπειτα αυτοκράτορες.
Από τον 7ο αιώνα κι ύστερα άρχισαν να δημιουργούνται τα μεγάλα φέουδα (τα θέματα), αρχής γενομένης από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, [Flavius Heraclius Augustus – 575-641] ο οποίος εισήγαγε για πρώτη φορά το φεουδαρχικό σύστημα των θεμάτων. Τα θέματα ήταν διοικητικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας – παλιότερα μονάδες στρατού της κάθε περιοχής – που αντικατέστησαν τις επαρχίες που είχαν θεσπίσει ο Διοκλητιανός (244-311) κι ο Μ.Κωνσταντίνος (272-337).
Κάθε θέμα διοικούταν από το στρατηγό που είχε διοικητική και στρατιωτική εξουσία στην περιοχή του. Αξίζει εδώ να πούμε ότι ο Ηράκλειος είναι ο αυτοκράτορας που καθιέρωσε την ελληνική ως επίσημη γλώσσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα, στις επιγραφές και στα νομίσματα το “Imperator Caesar, Augustus” με το “Βασιλεῦς”. Με τον Ηράκλειο περνάμε συμβολικά από την αρχαιότητα στο μεσαίωνα.
Οι ελεύθεροι αγρότες άρχισαν σταδιακά να μετατρέπονται σε δουλοπάροικους, υποτελείς στον τοπικό φεουδάρχη-στρατηγό. Οι φεουδάρχες (ή “δυνατοί” όπως ονομάζονταν – potentiores παλιότερα) διέθεταν το δικό τους στρατό, το θεματικό, κι ανάλογα με την οικονομική τους ισχύ επηρέαζαν την “εκλογή” του αυτοκράτορα/βασιλιά.
Η φεουδαρχική κοινωνικο-οικονομική δομή είχε κέντρο την επαρχία με την αγροτική της παραγωγή, σε αντίθεση με την προηγούμενη δουλοκτητική και την μετέπειτα καπιταλιστική δομή της κοινωνίας, όπου οικονομικό κέντρο είναι η πόλη. Η οποία πόλη, στη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε αρχίσει να παρακμάζει κατά τον 8ο-9ο αι. για τον παραπάνω λόγο. Μόνο η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια κι η Αντιόχεια διατηρούσαν μια σχετική ζωντάνια με ανταλλακτικό εμπόριο, αλλά τα σημάδια της παρακμής τους ήταν έντονα σε σχέση με το “πρόσφατο” παρελθόν. Η ζωή των κατοίκων είχε μετατραπεί σε ιδιωτική, όπου λόγω βαριάς φορολογίας και χαμηλών απολαβών, περνούσαν περισσότερο χρόνο στα σπίτια τους. Τα δημόσια θεάματα είχαν χάσει την παλιά τους αίγλη (πχ ο Ιππόδρομος λειτουργούσε μόνο μερικές μέρες το χρόνο).
«Η ύπαιθρος είναι δεσμία εις τους δυνατούς. Οι μοχθούντες είναι εστερημένοι ελευθερίας και οικονομικής πρωτοβουλίας….Το μέγα των αγροτών πλήθος δέσμιον οικονομικώς. Συνεχής δε επιδείνωσις και επέκτασις της βαρείας ταύτης καταστάσεως χαρακτηρίζει ολόκληρον τον βίον του Βυζαντίου… Η μικροϊδιοκτησία των χωρικών διαρκώς υποχωρεί…»[1]
Η Εκκλησία από τον 7ο αι. και μετά αρχίζει να κατέχει όλο και περισσότερες γαίες, αυξάνοντας συνεχώς την οικονομική της δύναμη. Τα μοναστήρια κι οι επισκοπές συγκεντρώνουν γαίες από δωρεές. Η Εκκλησία μετατρέπεται σε διοικήτρια αρχή ολόκληρων επαρχιών, επηρεάζοντας άμεσα τις αποφάσεις του βασιλιά.
Οι κάτοικοι λόγω της εξοντωτικής φορολογίας, έβλεπαν εχθρικά την κεντρική εξουσία. Αδυνατώντας ν’ανταποκριθούν στα προς το ζην, οι πρώην ελεύθεροι αλλά καταχρεωμένοι και θρησκόληπτοι μικροκτηματίες φτάνουν στην «αὐτοθέλητον ἐκποίησιν ἀπειραρίθμων μικροκτημάτων… Αἱ πρός τάς μονάς μεταβιβάσεις συνεχίζονται ἐντονώτεραι…»[2]
Έως τον 14ο αιώνα οι ελεύθεροι μικροκτηματίες σχεδόν εξαφανίζονται. Η Εκκλησία, που στην ουσία ήταν μια εταιρία φεουδαρχών με ράσα, εκμεταλλευόταν κι εμπορευόταν το προϊόν της εργασίας των δουλοπάροικων.
Μερικούς αιώνες πριν, κατά τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, οι ευγενείς της Πόλης, του βαλκανικού χώρου και της Μικρασίας μαζί με τον Κλήρο των περιοχών αυτών αποφάσισαν να ενώσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα κι έκτοτε η πορεία Εκκλησίας κι αριστοκρατίας γίνεται κοινή.
Όμως δεν τα βρήκαν στη μοιρασιά με κάποιες απομακρυσμένες-ακριτικές περιοχές (Αλεξάνδρεια, Αρμενία, Συρία κλπ) και οι γαιοκτήμονες με τους παπάδες εκεί “τα στύλωσαν” ζητώντας ίσα μερίδια στην αυτοκρατορική πίτα, εφόσον υπάγονταν στην ίδια κεντρική εξουσία. Αφού δεν τους τά δωσαν, αποκόπηκαν διοικητικά, κρατώντας απλά χαλαρούς δεσμούς με την αυτοκρατορία. Πρόκειται για τους μονοφυσίτες και τους κόπτες, που η Εκκλησία έντυσε τις οικονομικές διαφορές τους με θρησκευτικό μανδύα κι έκτοτε τους αποκαλεί αιρετικούς. Ο διαχωρισμός αυτός ισχύει ως τις μέρες μας. Τα “αντίπαλα” πατριαρχεία – για το ξεκάρφωμα – ανακάλυψαν ζητήματα ερμηνείας των Γραφών κι εκεί εστιάζουν τις διαφορές για να μην ψυλλιαστεί τίποτα το ποίμνιο.
Αυτές οι ενδο-εκκλησιαστικές (οικονομικές) διενέξεις κρατούν μέχρι σήμερα όπως πχ. οι προσπάθειες διεκδίκησης μεριδίου της χρυσοφόρου ατραξιόν “πανάγιος τάφος & άγιοι τόποι”.
Οι οικονομικές έριδες στη σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 θυμίζουν έντονα το Σχίσμα του 1054, που θα εξετάσουμε αργότερα.
Ο κάθε αρχι/επίσκοπος της αυτοκρατορίας έπαιρνε επιπλέον μεγάλη επιχορήγηση από το βασιλιά, που κυμαινόταν από 40 έως 400 μισθούς ενός εργάτη της πόλης.[3] Οι “αιρετικοί” μονοφυσίτες παρέμειναν ριγμένοι και συνήθως ήταν στην απέξω.
Επιπλέον, με τα χρυσόβουλλα έγγραφα του αυτοκράτορα, δίνονταν στην Εκκλησία γαίες και μεγάλα προνόμια, απαλλάσσοντας πχ. τις μονές «κάθε διοικητικής επεμβάσεως και ασφαλίζοντας τας ατέλειάς των»[4] Δηλαδή και α) απαλλαγμένη από φόρους κι εμπορικούς δασμούς και β) επιδοτούμενη και γ) διοικητικά αυτόνομη.
Χρυσόβουλλα [“Bullae Aureae” ή “Crisobolla” ή “Bollae d’Oro”] δίνονταν όχι μόνο στην Εκκλησία αλλά και σ’ όσους άλλους πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες προς την κεντρική εξουσία, όπως ήταν το περίφημο χρυσόβουλλο προς τη σύμμαχο Βενετία το 1082, με το οποίο της παραχωρήθηκε ελεύθερη πρόσβαση κι αδασμολόγητες συναλλαγές στην αυτοκρατορία, τίτλοι, χρηματικές χορηγίες σε βενετούς άρχοντες κλπ
Συχνά οι αστοί ιστοριογράφοι μιλούν για μορφή “κακής” φεουδαρχίας στη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και “καλής” στην ανατολική, συγκρίνοντας την ίδια περίοδο. Επίσης εστιάζονται σε δευτερεύοντα χαρακτηριστικά και διαφορές, που είναι λογικό να υπάρχουν από κοινωνία σε κοινωνία κι από περιοχή σε περιοχή. Ελαφρώς διαφορετική νομοθεσία είχαν τα φέουδα στο χώρο της σημερινής Γαλλίας σε σχέση με τα αγγλικά ή τα βυζαντινά. Όμως η κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη της φεουδαρχίας ήταν παντού η ίδια, η κεντρική εξουσία αποκεντρώθηκε, τα φέουδα (επαρχίες, θέματα) απέκτησαν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια με δικό τους στρατό ενώ οι δουλοπάροικοι ζούσαν μέσα στην ένδεια και την καταπίεση.
Στη Δύση η φεουδαρχία εμφανίστηκε κι εξελίχτηκε κάπως νωρίτερα. Συμβολικό ορόσημο είναι το έτος 476 όταν στη Ρώμη εκθρονίστηκε από τον Οδόακρο ο τελευταίος αυτοκράτορας Ρωμύλος Αυγουστύλος. Έκτοτε αρχίζει η πρώιμη περίοδος της φεουδαρχίας στη Δύση. Χωρίζεται σε τρία στάδια.
- Πρώιμη φεουδαρχία: 5ος – 11ος αι.
- Ακμή φεουδαρχίας: 12ος – 15ος αι.
- Όψιμη περίοδος: 15ος – 18ος αι.
Αντίθετα, στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τα θέματα εισήχθησαν σταδιακά από τον Ηράκλειο (575-641). Ο βυζαντινός κόσμος πέρασε λίγο αργότερα στην πλήρη αυτονομία των θεμάτων. Ειδικά από τον 11ο αι. κι ύστερα, μόνο τύποις εξουσίαζε ο βασιλιάς. Στην ουσία ανεβοκατέβαζαν βασιλιάδες οι διάφορες μερίδες των δυνατών κι η Εκκλησία.
Τελευταία σοβαρή απόπειρα για περιορισμό της εξουσίας των δυνατών έκανε ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος όταν θέσπισε το «αλληλέγγυον», σύμφωνα με το οποίο οι πλούσιοι υποχρεώνονταν να πληρώνουν τους φόρους των «ταπεινών», δλδ όσων δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν. Επίσης, ακύρωνε κάθε αγορά γης από τρίτους (δυνατούς) που ανήκε «εις χωρίου κοινότητα». Το «αλληλέγγυον» δεν ήταν κάτι καινούριο, υπήρχε και στη ρωμαϊκή νομοθεσία ως νόμος της «επιβολής», αλλά στην πορεία ατόνησε. Ο Νικηφόρος ο Α’ πριν από το Βασίλειο το Β’ προσπάθησε να τον επαναφέρει αλλά αντέδρασαν οι δυνατοί. Σε τέτοια μέτρα ο πρώτος που αντιστεκόταν ήταν ο μεγαλύτερος φεουδάρχης, η Εκκλησία.
Τελικά το «αλληλέγγυον» καταργήθηκε στις αρχές του 11ου αι. από το Ρωμανό Αργυρό, οπότε μπαίνουμε στο επόμενο στάδιο της φεουδαρχίας, όπου οι δυνατοί αποκτούν υπερεξουσίες και ξεκινάει η παρακμή της αυτοκρατορίας.
Σα να μην έφτανε η κατάργηση του «αλληλέγγυου», επί Κομνηνών (1057-1185) θεσμοθετήθηκε η “πρόνοια” – δλδ η παραχώρηση γαιών σε “εκλεκτούς” του θρόνου (πχ σε στρατιωτικούς) με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν κι οι αυτόνομες κοινότητες-χωριά που είχαν απομείνει, κι όλοι σχεδόν οι μικροκαλλιεργητές να μετατραπούν σε δουλοπάροικους του γαιοκτήμονα-φεουδάρχη-στρατηγού. Ἐμειναν “ελεύθερα“, μόνο κάποια ορεινά μέρη, που δεν είχαν σημαντική παραγωγή άρα μικρό οικονομικό ενδιαφέρον για τους δυνατούς.
Η ουσία είναι ότι και στην Δύση και στην Ανατολή, η φεουδαρχία πέρασε ακριβώς από τα ίδια στάδια. Η κύρια διαφορά που προβάλλουν οι αστοί είναι ότι οι αγγαρείες ήταν ο κανόνας στη Δύση ενώ στην Ανατολή ήταν μόνο 12 μέρες το χρόνο. Αυτό όμως δεν αλλάζει κάτι, εφόσον οι “αντισταθμιστικοί” φόροι στην Ανατολή έφερναν τους βυζαντινούς δουλοπάροικους στην ίδια ακριβώς εξαθλίωση με τους αντίστοιχους δυτικούς.
***Στο κάτω-κάτω, ούτε το δουλοκτητικό σύστημα ήταν παντού το ίδιο, αν σκεφτούμε τις διαφορές της αρχαίας Αθήνας με τη Σπάρτη ή τις μικρασιατικές πόλεις. Παρόλ’ αυτά κανείς δεν αμφισβητεί ότι σ’όλες αυτές τις πόλεις είχαμε δουλοκτησία. Αλλά ούτε και στον καπιταλισμό έχουμε σ’ όλες τις χώρες την ίδια νομοθεσία. Συγκρίνοντας τις σκανδιναβικές χώρες με τις μεσογειακές θα δούμε αρκετές διαφορές, παρόλ’ αυτά κανείς δεν αμφισβητεί ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε καπιταλισμό.
Την περίοδο μεταξύ 8ου-11ου αι., η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έφτασε σε τόσο μεγάλο οικονομικό μαρασμό όσο η δυτική, χάρη στο συνεχιζόμενο εμπόριο με τη βόρεια Αφρική, τη Δύση, την Υπερκαυκασία (Γεωργία, Αρμενία), και τις σλαβικές περιοχές. Οι εμπορικοί δρόμοι προς τις Ινδίες παρέμεναν ανοιχτοί στα καραβάνια.
Παρόλο που με την αραβική εξάπλωση από τον 7ο αι. κι ύστερα το Βυζάντιο έχασε εδάφη (Αίγυπτος, Συρία, Κύπρο, Κρήτη κλπ) κατάφερε όμως να εξισορροπήσει τη χασούρα χάρη:
α) στις αγροτικές μεταρρυθμίσεις της συριακής δυναστείας των Ισαύρων (717-802) – όπως ο Γεωργικός Νόμος, που προστάτευε – όσο ήταν εφικτό – τους μικρούς καλλιεργητές από τη δουλοπαροικία με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής και τα έσοδα του Κράτους,
β) στην αναδιοργάνωση του Κράτους, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας
γ) στη Μικρασία που με τα πλούσια εδάφη της, το εμπόριο και τον πυκνό πληθυσμό της στήριξε την αυτοκρατορία, τονώνοντας τα οικονομικά της. Η Μικρασία κι ο Πόντος παρέμειναν σημαντικοί εμπορικοί δρόμοι.
δ) χάρη στην αναδιοργάνωση του στρατού (δημιουργία θεματικών στρατών που στις αρχές λειτουργούσαν καλά) που κατάφεραν ν’ αντιμετωπίσουν μ’επιτυχία τις επιδρομές των αράβων και των βουλγάρων, χωρίς να επιβαρυνθούν ιδιαίτερα τα οικονομικά της κεντρικής διοίκησης με τη συντήρηση αυτοκρατορικού στρατού.
Επειδή ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος αφαίρεσε διάφορα προνόμια απ’ την Εκκλησία κι απ’ τους στρατηγούς-φεουδάρχες αυξάνοντας τους φόρους που πλήρωναν, συκοφαντήθηκε ως «σαρακηνόφρων», «παράνομος βασιλεύς», «αλιτήριος δράκων», «θεομάχος», «αντίχριστος». Το ίδιο κι ο διάδοχός του, Κωνσταντίνος ο Ε’: «μιαρόν γέννημα», «άγριος θηρ», «πρόδρομος του αντίχριστου», «κοπρώνυμος».
Εξαιτίας της φορολόγησης της Εκκλησίας και του περιορισμού των προνομίων της, ξέσπασαν οι γνωστές εικονομαχίες μεταξύ εικονολατρών (ή εικονόφιλων) και εικονοκλαστών (ή εικονομάχων), που κράτησαν πάνω από 100 χρόνια (726-843). Η αρχική πρόθεση των Ισαύρων ήταν να βγάλουν τις εικόνες από τις εκκλησίες για να στηρίξουν το κύρος της αυτοκρατορίας για τους λόγους που θα δούμε πιο κάτω. Η Εκκλησία μεγιστοποίησε τόσο πολύ το θέμα, για να προσεταιριστεί την άλλη μερίδα των πιστών, προκειμένου να ρίξει από το θρόνο τους Ίσαυρους. Οι λόγοι των Ισαύρων ήταν:
α) η ταχεία αραβική εξάπλωση και οι ανεικονικές θρησκευτικές τάσεις των αράβων στους οποίους απαγορεύεται η απεικόνιση του αλλάχ,
β) οι ανεικονικές τάσεις των χριστιανών των ανατολικών επαρχιών που επηρεάστηκαν από τους άραβες
γ) η εξάρτηση της άμυνας της αυτοκρατορίας από τους αγρότες εικονοκλάστες [κλάω – κλω = σπάζω] της Ανατολής
δ) η απροθυμία της Εκκλησίας να συνεισφέρει στην άμυνα της αυτοκρατορίας παράγοντας μοναχούς αντί για στρατιώτες, τη στιγμή που οι σλάβοι κι οι βούλγαροι είχαν απειλητική παρουσία στη βαλκανική
ε) η λατρεία των άψυχων εικόνων που οδηγούσε τον αμόρφωτο μικροκαλλιεργητή να γίνει δουλοπάροικος της Εκκλησίας κι έτσι η κεντρική εξουσία έχανε τεράστια ποσά φόρων, ενώ χρειαζόταν χρήματα ν’ αντιμετωπίσει τους άραβες που πολιορκούσαν την Πόλη και λεηλατούσαν τα μικρασιατικά παράλια.
Έτσι, η κεντρική εξουσία προχώρησε σε διώξεις καλόγερων, καταδίκασε τη λατρεία των εικόνων κι αναθεμάτιζε όσους τις προσκυνούσαν.
Τελικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία κατάφερε να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, παρά τον πόλεμο που της έκανε η Εκκλησία, παραμένοντας διαμετακομιστικό εμπορικό κέντρο με αξιόλογη βιοτεχνία. Τότε άρχισε να διαμορφώνεται μια υποτυπώδης αστική τάξη, διεκδικώντας να επηρεάσει το πολιτικό γίγνεσθαι. Ήταν όμως ανίσχυρη να επιβάλλει τα συμφέροντά της.
Φυσικά μη νομιστεί ότι οι πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας πέρασαν σε πρώιμο καπιταλιστικό στάδιο. Οι βυζαντινοί έμποροι δεν κεφαλαιοποιούσαν τα χρήματα που κέρδιζαν, δλδ δεν τα επένδυαν για να μεγαλώσουν τις επιχειρήσεις τους. Απλώς ακολουθούσαν τη συνήθεια του θησαυρισμού, της αποθήκευσης χρημάτων για μελλοντική κατανάλωση. Επομένως δεν υπήρξε η αναπαραγωγική ιδιότητα του κεφαλαίου σε ικανή κλίμακα, απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί μια οικονομία καπιταλιστική.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν κατάφερε ποτέ να περάσει σε καπιταλιστικό στάδιο παραγωγής επειδή α) βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους με τους γειτονικούς λαούς και απαιτούνταν συνεχείς στρατιωτικές δαπάνες και β) γιατί δεν αναπτύχθηκε το εμπόριο τόσο ώστε να υπάρξει μεγάλη συσσώρευση χρήματος κι αξιόλογη κεφαλαιοποίηση κερδών. Εμπόριο γινόταν κυρίως στα προϊόντα πολυτελείας για τους αριστοκράτες και τον Κλήρο. Κυρίαρχη τάξη παρέμεναν οι φεουδάρχες με σημαντικότερο εξ αυτών την Εκκλησία.
Μεταξύ 1000-1100 ξεσπούν άγριοι εσωτερικοί πόλεμοι των γαιοκτημόνων-φεουδαρχών (των “δυνατών“) μεταξύ τους, για τον έλεγχο του αυτοκρατορικού θρόνου. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες. Οι πόλεμοι αυτοί εξασθένισαν περαιτέρω την ισχύ της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στο εσωτερικό της όσο και διεθνώς. Μεγάλο μέρος των κατοίκων είχε εξαθλιωθεί τόσο που οι συνθήκες και η ποιότητα ζωής του, θύμιζαν δούλους, παρότι ο θεσμός της δουλείας είχε πια εκλείψει ήδη από τον 9ο αι.
Η συντριπτική πλειονότητα του λαού ήταν οι (δουλο)πάροικοι. Ήταν είτε ημισειαστές είτε μορτίτες: και οι δυο νοίκιαζαν τη γη από τους φεουδάρχες (εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς). Ο ημισειαστής την καλλιεργούσε με τα μέσα (ζώα, εργαλεία) που του παρείχε ο φεουδάρχης κι έδινε τα 5/10 της παραγωγής σ’αυτόν. Ο μορτίτης την καλλιεργούσε με δικά του μέσα κι έδινε το 1/10 της παραγωγής σ’αυτόν. Πέρα από το νοίκι, και οι δύο κατέβαλλαν φόρους, ένα συμβολικό δώρο το κανίσκιο και αγγαρείες (12 μέρες το χρόνο).
Στον εμπορικό τομέα, οι βενετοί κι οι γενοβέζοι κυριαρχούσαν σ’όλη τη Μεσόγειο. Παρά τα προνόμια που παραχωρούσε ο βασιλιάς στους εμπόρους – βυζαντινούς και ιταλιώτες – ποτέ δεν κατάφεραν οι βυζαντινοί έμποροι να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη θάλασσα, αδυνατώντας ν’ανταγωνιστούν τους δυτικούς θαλασσοκράτορες. Ο ρόλος των βυζαντινών εμπόρων περιοριζόταν σε τοπικό επίπεδο, όπου τα κέρδη κι οι συναλλαγές ήταν μικρής κλίμακας. Σ’ό,τι αφορά το διεθνές εμπόριο, οι βυζαντινοί ασχολούνταν κυρίως με το λιανικό κι όχι με το χονδρικό.
Πάντως τα χρυσόβουλλα, με τα οποία παραχωρήθηκαν αρχικά στους βενετσιάνους εμπορικές ατέλειες στις συναλλαγές τους και προνόμια, ήταν οικονομική τονωτική ένεση γι’αυτούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξαιτίας των χρυσόβουλλων αυτών έμειναν πίσω οι βυζαντινοί έμποροι, όπως υποστηρίζουν διάφοροι ιστορικοί και τα σχολικά εγχειρίδια. Η Βενετία κυριαρχούσε στη Μεσόγειο πολύ πριν της δοθούν χρυσόβουλλα. Και στο κάτω-κάτω αποτελούσε βυζαντινό έδαφος από το 814.
Οι οικονομικά δυνατοί πάντα είχαν τους τρόπους τους ν’ αποσπούν προνόμια από την κεντρική εξουσία, όπως συνεχώς έκανε η καθ’ημάς Εκκλησία, που αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη εταιρεία φεουδαρχών στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (πχ Φλωρεντία, Βενετία, Γένοβα) ήδη από το 13ο αι. είχαν αρχίσει να εμφανίζονται πρώιμες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, λόγω της αυξημένης εμπορικής δραστηριότητας. Οι βενετσιάνοι μόνο, την περίοδο της ακμής τους είχαν περίπου 3.300 εμπορικά καράβια που μετατρέπονταν και σε πολεμικά αν το απαιτούσαν οι συνθήκες.
Ο αυτοκρατορικός στρατός, ενώ το 540 (επί Ιουστινιανού) αποτελούταν από 341.000 στρατιώτες, άρχισε να φθίνει σταδιακά, φτάνοντας τους 80.000 το 773 (επί Λέοντος IV του Ίσαυρου) και τις 25.000 στρατιώτες το 1077, έξι χρόνια μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ. Οι φεουδάρχες είχαν βέβαια το θεματικό τους στρατό που τον “δάνειζαν” στο βασιλιά με ανταλλάγματα, εάν κι εφόσον συμφωνούσαν με την πολιτική του. Αν δεν συμφωνούσαν, χρησιμοποιούσαν το στρατό τους εναντίον του βασιλιά/αυτοκράτορα.
Η Εκκλησία παρήγε ως επί το πλείστον μοναχούς.
Μέρος 2ο →
——————————————
[1] Σιδέρη: “Ιστορία οικονομικού βίου” έκδ. 3η, Αθήναι 1950, σ.294
[2]Διομήδη: “Βυζαντιναί Μελέται” σ.223
[3] Cyril Mango, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, εκδόσεις ΜΥΕΤ, Αθήνα 2010, μτφ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, σελ. 57.
[4]Διομήδη: “Βυζαντιναί Μελέται” σ.219
Πέρα από τις παραπομπές και τα “λίνκια”, συμβουλεύτηκα και την εξής βιβλιογραφία:
- Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας – Γ. Κορδάτου – Εκδ. 20ός αι. – Τόμος VII
- Πλούτος και καθημερινότητα στο Βυζάντιο – Αμπελοφιλοσοφίες
- Οικονομικά και δημοσιονομικά δεδομένα λίγο πριν την άλωση της Πόλης